“Ο χαρούμενος Κορυδαλλός” από τους αδελφούς Γκριμμ, ένα “ξαδερφάκι” του “Χρυσοπράσινου αετού” …

Έχω επιτέλους έτοιμο για να διαβάσετε τον “Χαρούμενο κορυδαλλό” από τους αδερφούς Γκριμμ!
Μπορεί να μη μου πήρε εφτά χρόνια , όπως στην ηρωίδα, για να τελειώσω αυτή την ανάρτηση, αλλά μου πήρε μέρες πολλές… κρύωσα, ανάρρωσα, ξαγρύπνησα, κοιμήθηκα πολύ, ξύπνησα αξημέρωτα, αντέγραφα, αντέγραφα, έψαχνα εικόνες* και απόψε επιτέλους το παραμύθι είναι έτοιμο για να το διαβάσετε στο μπλογκ…
Μια ιστορία για έναν πατέρα που τάζει σ′ ένα λιοντάρι – προκειμένου να σώσει τη ζωή του – να του πάει το πρώτο πλάσμα που θα συναντήσει φτάνοντας στο σπίτι του…Κι αυτό  θα τύχει να είναι η κόρη του…
Και θυμήθηκα…τον μύθο του  “Ιδομενέα”από τον Γερμανό συγγραφέα που είδα το καλοκαίρι και σκέφτηκα πόσο ο μύθος  μοιάζε στο σημείο αυτό  με το παραμύθι των Γκριμμ.
Η καλύτερη καθηγήτρια του κόσμου – έτσι θα την πω εγώ -  η Κ.Τ,  μας έλεγε στα “Νέα Ελληνικά” – που, όχι ,το δικό της  δεν ήταν μάθημα ή μάλλον αυτό και μόνο ήταν – μας έλεγε, ότι τα κείμενα συνομιλούν μεταξύ τους.
Όπως  και οι ήρωες με τα στοιχεία της φύσης στον “Χρυσοπράσινο αετό” και στον “χαρούμενο κορυδαλλό”.
Όπως καμιά φορά  και πολλά στοιχεία στη ζωή μας…

Σας αφήνω  επιτέλους να διαβάσετε το παραμύθι…

Ο ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ  ήταν ένας άντρας, που ξεκίνησε για μακρινό ταξίδι. Και πριν φύγει από το σπίτι του, ρώτησε τις τρεις του θυγατέρες τί ήθελαν να τους φέρει από τα ξένα. Η μεγαλύτερη λοιπόν ήθελε μαργαριτάρια, η δεύτερη ήθελε διαμάντια, η τρίτη, όμως μίλησε και είπε:

«Πατέρα μου καλέ, εγώ θέλω έναν χαρούμενο κορυδαλλό, που θα πηδάει και θα κελαηδάει».

__«Εντάξει», της αποκρίθηκε ο πατέρας της. «Αν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, θα σου το φέρω».

Κι αφού τις φίλησε και τις τρεις, πήρε το δρόμο κι έφυγε.

Όταν ήρθε ο καιρός να γυρίσει πίσω, αγόρασε μαργαριτάρια και διαμάντια για τις δυo μεγαλύτερες, αλλά κορυδαλλό για τη μικρή του κόρη δεν μπορούσε να βρει πουθενά. Όπου κι αν ρώτησε, άδικος κόπος. Κι ήταν πολύ στενοχωρημένος, γιατί η μικρή ήταν απ′ όλες η αγαπημένη του.

Κι όπως προχωρούσε, ο δρόμος του τον έφερε σ′ ένα μεγάλο δάσος· και καταμεσής στο δάσος ήταν ένας ψηλός και λαμπρός πύργος·  και δίπλα στον πύργο ήταν ένα δέντρο·  και στην κορυφή του δέντρου, πάνω πάνω είδε ο άνθρωπος έναν κορυδαλλό να χοροπηδάει από κλαδάκι σε κλαδάκι και να κελαηδάει χαρούμενος.

LadyLion_Long_3

«Μωρέ αλλού σ′ έψαχνα κι αλλού σε βρήκα! », φωνάζει ευχαριστημένος ο άντρας και προστάζει τον υπηρέτη του να σκαρφαλώσει στο δέντρο και να πιάσει το πουλάκι.

Πάει ο υπηρέτης, αλλά πριν ζυγώσει στο δέντρο, πετιέται ένα λιοντάρι και αρχίζει να μουγκρίζει και να τον φοβερίζει, τόσο δυνατά που σείστηκαν τα φύλλα ένα ένα.

« Όποιος τολμήσει ν′ απλώσει χέρι στο χαρούμενο κορυδαλλάκι μου, θα τον φάω ζωντανό! », φώναξε.

__ « Ω!» είπε ο άντρας. « Δεν τό′ ξερα ότι το πουλάκι είναι δικό σου. Άσε με να ζήσω και θα σου ξεπληρώσω την καλοσύνη σου με σωρό χρυσάφι» .

__ « Όχι » του λέει το λιοντάρι. «Εγώ δεν θέλω χρυσάφια. Αν θέλεις τη ζωή σου, να μου τάξεις το πρώτο πράγμα που θα συναντήσεις γυρίζοντας στο σπίτι σου. Κι εγώ θα σ′ αφήσω να ζήσεις και θα σου δώσω και το κορυδαλλάκι  μου για τη θυγατέρα σου».

Ο άντρας όμως αρνήθηκε και είπε: « Όχι, γιατί μπορεί να′ ναι η μικρή μου η κορούλα, που μ′ αγαπάει πολύ και βγαίνει πάντοτε να με προϋπαντήσει ».

Αλλά ο καημένος ο υπηρέτης του, μέσα στο φόβο του, του λέει: « Αφέντη, δέξου. Μπορεί και να′ ναι η γάτα σου ή ο σκύλος σου, που θα βγουν να σε υποδεχτούν».

Και πείστηκε ο άνθρωπος, πήρε το χαρούμενο πουλάκι κι έταξε στο λιοντάρι το πρώτο πράγμα που θα συναντούσε γυρίζοντας σπίτι του.
Φτάνοντας λοιπόν δεν έτρεξε κανένας άλλος να τον καλωσορίσει, παρά η μικρή του θυγατέρα βγήκε τρεχάτη απ′ το σπίτι κι ήρθε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε και όταν είδε ότι της είχε φέρει το δώρο της, τρελάθηκε πια από τη χαρά της.

LadyLion_Long_5
Φτάνοντας λοιπόν δεν έτρεξε κανένας άλλος να τον καλωσορίσει, παρά η μικρή του θυγατέρα βγήκε τρεχάτη απ′ το σπίτι κι ήρθε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε και όταν είδε ότι της είχε φέρει το δώρο της, τρελάθηκε πια από τη χαρά της.
Ο πατέρας της, όμως, δεν μπορούσε να χαρεί, παρά έβαλε τα κλάματα κι έλεγε: « Αγαπημένο μου παιδί, το πλήρωσα πολύ ακριβά το πουλάκι που μου γύρεψες.  Γιατί αναγκάστηκα να σε τάξω σ′ ένα άγριο λιοντάρι, που άμα σε πιάσει στα νύχια του θα σε ξεσκίσει και θα σε φάει». Και της είπε όλα όσα είχαν γίνει και την παρακάλεσε να μη φύγει κι ας χαλούσε ο κόσμος. « Καλέ μου πατέρα », του αποκρίθηκε, «πρέπει να κρατήσεις το λόγο σου. Θα πάω και θα το μερώσω το λιοντάρι. Και να δεις που θα γυρίσω πάλι κοντά σου και θά′ μαστε μαζί ». Την άλλη μέρα το πρωί ζήτησε να της δείξουν το δρόμο, αποχαιρέτησε τους δικούς της και προχώρησε άφοβα μέσα στο δάσος.
Το λιοντάρι τώρα, ήταν ένα μαγεμένο βασιλόπουλο. Κάθε πρωί γινόταν λιοντάρι και μαζί του γινόταν λιοντάρια και όλοι οι αυλικοί του κι οι στρατιώτες του.
Κάθε βράδυ όμως, έπαιρνε πάλι την ανθρώπινη μορφή του και μαζί του κι όλοι οι άλλοι. Όταν έφτασε η κόρη την υποδέχτηκαν με τιμές στον πύργο.

f34727117a7ff6b19f54018cf3fb9c86
Κι όταν νύχτωσε, παρουσιάστηκε μπροστά της το ωραίο βασιλόπουλο και παντρεύτηκαν με γιορτές και γλέντια.
Και ζούσαν ευτυχισμένοι κι αγαπημένοι:  ξαγρυπνούσαν τις νύχτες και κοιμόντουσαν τις μέρες.

0042t7xx

Μια φορά λοιπόν την πιάνει το βασιλόπουλο και της λέει : «Καλή μου γυναίκα, αύριο έχουνε γιορτή στο σπίτι του πατέρα σου, γιατί παντρεύεται η μεγάλη σου η αδερφή. Αν θέλεις να πας, θα σε συνοδέψουν ως εκεί τα τα λιοντάρια μου». Ναι, είπε η κοπέλα, ήθελε πολύ να ξαναδεί τον πατέρα της. Πήγε λοιπόν και μαζί της πήγαν και τα λιοντάρια.

Μεγάλη χαρά έκαναν οι δικοί της όταν την είδαν. Γιατί θαρρούσαν όλοι πως την είχε κατασπαράξει το λιοντάρι κι ήταν από καιρό πεθαμένη. Εκείνη όμως τους είπε ότι είχε παντρευτεί ένα βασιλόπουλο καλό και όμορφο κι ότι ζούσε μαζί του ευτυχισμένη. Κι αφού έμεινε κοντά τους όσο κράτησε η γιορτή του γάμου, γύρισε ύστερα στο δάσος, στον άντρα της.

Όταν ήταν να γίνει ο γάμος της δεύτερης αδερφής, την προσκάλεσαν πάλι κι η κοπέλα είπε στον άντρα της το λιοντάρι: « Αυτή τη φορά δεν θέλω να πάω μοναχή μου, θα πάμε μαζί ». Το λιοντάρι όμως. αρνήθηκε λέγοντας: « Αν πέσει πάνω μου έστω και μια ακτίνα φωτός, τότε θα γίνω περιστέρι και θα πετώ στον ουρανό εφτά χρόνια ».  _ « Έλα μαζί μου », τον παρακάλεσε η γυναίκα του. « Κι εγώ θα σε προσέχω, να μη σε δει το φως ». Ξεκίνησαν λοιπόν και πήραν μαζί και το παιδάκι τους.

Κι η κοπέλα έβαλε να χτίσουν μια κάμαρη χωρίς παράθυρα, όπου το φως δεν είχε χαραμάδα να περάσει. Κι εκεί μέσα θα έμενε κλεισμένος ο άντρας της όταν θ′ άναβαν τα φώτα της γιορτής. Η πόρτα, όμως, ήταν φτιαγμένη από φρεσκοκομμένες σανίδες κι άνοιξε σε μια γωνιά και σκίστηκε σε μια χαραμάδα τόσο μικρή που ανθρώπου μάτι δεν την έβλεπε. Έγινε λοιπόν η τελετή του γάμου και γύρισε όλος ο κόσμος απ′ την εκκλησία κρατώντας λαμπάδες και φανάρια και κεριά και πέρασαν έξω απ′ την πόρτα με την χαραμάδα. Και μια ακτίνα φως λεπτή σαν τρίχα, πέρασε μέσα κι έπεσε πάνω στο βασιλόπουλο.

Μόλις τον άγγιξε, στη στιγμή μεταμορφώθηκε. Κι όταν η γυναίκα του μπήκε μέσα και τον γύρεψε, δεν βρήκε αυτόν, αλλά ένα κάτασπρο περιστέρι.

f7d7d5733fbc5735eb6e94673f313e64

Και το περιστέρι μίλησε και της είπε: « Εφτά χρόνια πρέπει να περιπλανηθώ στους ουρανούς του κόσμου. Αλλά κάθε εφτά βήματα θ′ αφήνω μια στάλα κόκκινο αίμα κι ένα άσπρο πούπουλο, να σου δείχνουν το δρόμο. Αν μ′ ακολουθήσεις, αν με βρεις, τότε θα λευτερωθώ απ′ τα μάγια και θα γυρίσω κοντά σου ».

Και πέταξε το περιστέρι έξω απ′ την πόρτα κι εκείνη το ακολούθησε και κάθε εφτά βήματα έβρισκε μια στάλα κόκκινο αίμα κι ένα πούπουλο κάτασπρο, να της δείχνουν το δρόμο.

Έτσι προχώρησε ως τα πέρατα του κόσμου , κι ούτε που γύριζε να δει δεξιά κι αριστερά, ούτε που που στέκονταν να ξαποστάσει. Και τα εφτά χρόνια κόντευαν πια να κλείσουν. Χαιρόταν λοιπόν η δύσμοιρη και θαρρούσε πως γρήγορα θα τέλειωναν τα βάσανά τους, ενώ στ′ αλήθεια είχε πολλά ακόμα να τραβήξει. Και μια μέρα, εκεί που πήγαινε, δεν βρήκε πια στάλα αίμα ούτε πούπουλο να της δείχνουν το δρόμο. Κι όταν σήκωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανό το περιστέρι είχε γίνει άφαντο.
« Κανένας άνθρωπος δε μπορεί να με βοηθήσει », είπε η κοπέλα με το νου της.

Ανέβηκε λοιπόν στον ήλιο και του λέει: «Ήλιε εσύ που λάμπεις παντού, πάνω απ′ όλα τα βουνά και μέσα σ′ όλες τις θάλασσες, μήπως είδες ένα άσπρο περιστέρι; »
_« Όχι », αποκρίνεται ο ήλιος, « δεν είδα. Αλλά θα σου χαρίσω μια κασετίνα. Κι αν ποτέ βρεθείς σε ανάγκη, άνοιξέ την ».

00430dsc

Τον ευχαρίστησε η κοπέλα και ξαναπήρε το δρόμο, ώσπου σκοτείνιασε κι ανέβηκε στο φεγγάρι και το ρώτησε: « Φεγγάρι, εσύ που φέγγεις όλη νύχτα, μήπως είδες ένα άσπρο περιστέρι; »
__« Όχι », απάντησε το φεγγάρι, «δεν είδα. Αλλά θα σου χαρίσω ένα αυγό. Κι αν ποτέ βρεθείς σε ανάγκη, σπάσ′ το ».

6d07b89f46f18569895e0646da3b055c

Ευχαρίστησε η κοπέλα και ξαναπήρε το δρόμο, ώσπου σηκώθηκε ο άνεμος της νύχτας και τη φύσηξε.

Τον ρωτάει λοιπόν: « Εσύ αέρα, φυσάς πάνω από δάση και βουνά και περνάς μέσα απ′ όλα τα δέντρα. Μήπως είδες ένα άσπρο περιστέρι;»
__ « Όχι » απαντάει ο άνεμος της νύχτας, « δεν είδα . Αλλά θα ρωτήσω και τους άλλους τρεις ανέμους. Μπορεί κάποιος απ′αυτούς να τό′ χει δει » . Ήρθαν τότε ο λεβάντες κι ο πουνέντες και δεν τό′ χαν δει. Έρχεται κι ο νοτιάς και λέει: «Το άσπρο περιστέρι το είδα εγώ. Πέταξε στην Ερυθρά Θάλασσα κι εκεί ξανάγινε λιοντάρι, γιατί κλείσανε τα εφτά χρόνια. Τώρα παλεύει με μια δράκαινα που κι αυτή δεν είναι αληθινή, αλλά μια βασιλοπούλα μαγεμένη ». Κι ο άνεμος της νύχτας γυρίζει και λέει στην κοπέλα:

« Θα σου δώσω μια συμβουλή. Πήγαινε στην Ερυθρά Θάλασσα. Και στη δεξιά όχθη θα βρεις μεγάλα  ψηλά καλάμια. Μέτρα τα και κόψε το ενδέκατο  και μ′ αυτό χτύπα τη δράκαινα. Τότε το λιοντάρι θα τη νικήσει και θα ξαναβρούν και οι δυο την πραγματική τους μορφή. Γύρνα ύστερα και ψάξε και θα βρεις το πουλί το Γρύπα· εκεί κάτω έχει τη φωλιά του. Ανέβα με τον καλό σου στη ράχη του κι αυτό θα σας περάσει πάνω από τη θάλασσα και θα σας φέρει πίσω. Σου δίνω κι ένα καρύδι: όταν θα βρίσκεστε ψηλά, καταμεσής πάνω απ′ τη θάλασσα, ρίξ′ το στο νερό. Και θα φυτρώσει μια μεγάλη καρυδιά, για να καθίσει ο Γρύπας στα κλαδιά της να ξεκουραστεί. Τα μάτια σου δεκατέσσερα: αν δεν ξεκουραστεί το πουλί, δεν θ′αντέξει ως το τέλος. Αν ξεχάσεις να ρίξεις το καρύδι στο νερό, το πουλί θα σας πετάξει κάτω» .

00433p1e
Μια και δυο ξεκινάει στη στιγμή η κοπέλα και πράγματι, τα βρήκε  όλα όπως της τά′ χε πει ο νυχτερινός άνεμος. Μέτρησε τα καλάμια στην άκρη της θάλασσας κι έκοψε το ενδέκατο. Μ′ αυτό χτύπησε τη δράκαινα
και το λιοντάρι τη νίκησε κι αμέσως πήραν κι οι δυο τους την ανθρώπινη μορφή τους. Αλλά μόλις ξανάγινε  βασιλοπούλα η δράκαινα, άρπαξε απ′ το χέρι το βασιλόπουλο, ανέβηκε στο Γρύπα κι έφυγε μαζί του πετώντας.

00435s9p

Κι η δύσμοιρη η κοπέλα, που είχε ταξιδέψει από τόσο μακριά, βρέθηκε πάλι μόνη, καταμόναχη κι άρχισε να κλαίει. Με τα πολλά, όμως, ξαναπήρε κουράγιο και είπε: « Όσο ακούω τα κοκόρια να λαλούν, όσο νιώθω τον άνεμο να τρέχει, θα συνεχίσω να τον ψάχνω. Και θα τον βρω » . Και πήγαινε και πήγαινε, ώσπου έφτασε στον πύργο όπου ζούσαν μαζί το βασιλόπουλο κι η βασιλοπούλα του. Κι άκουσε πως σε λίγον καιρό ήθελαν να γιορτάσουν το γάμο τους. Δεν έχασε όμως το θάρρος της και είπε: «Ο Θεός θα με βοηθήσει».

Ανοίγει τότε την κασετίνα που της είχε χαρίσει ο ήλιος και βρίσκει μέσα ένα φόρεμα αστραφτερό σαν τον τον ίδιο τον ήλιο. Το φοράει και πηγαίνει στο παλάτι κι όλος ο κόσμος, κι η νύφη ακόμα, απόμειναν να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Της άρεσε της νύφης το φουστάνι τόσο πολύ που λαχτάρησε να το φορέσει νυφιάτικο και ρώτησε την κοπέλα αν το′ χει για πούλημα.

00438w9y
«Ναι, το πουλάω», αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά δεν θέλω ούτε ασήμι ούτε χρυσό. Θέλω μόνο αίμα και κρέας ανθρωπινό» . Η νύφη τη ρώτησε τι ήθελε να πει μ′ αυτά τα λόγια. Κι εκείνη αποκρίθηκε:
«Αφήστε με να κοιμηθώ μια νύχτα στην κάμαρη του γαμπρού» . Στην αρχή η νύφη δεν ήθελε, στο τέλος  όμως συμφώνησε, γιατί ήθελε πολύ το ολόλαμπρο φουστάνι. Καλού κακού, πάντως έβαλε τη βάγια της να ποτίσει το βασιλόπουλο με ποτό υπνωτικό. Όταν νύχτωσε κι ο γαμπρός είχε κιόλας  κοιμηθεί ύπνο βαθύ, οδήγησαν την κοπέλα στην κάμαρή του.

Κάθισε κι εκείνη στην άκρη του κρεβατιού κι άρχισε να λέει: «Εφτά χρόνια σ′  ακολούθησα. Στον ήλιο και στο φεγγάρι και στους τέσσερις ανέμους πήγα για χάρη σου κι έψαξα να σε βρω. Εγώ είμαι που σε βοήθησα να νικήσεις τη δράκαινα. Κι εσύ με ξέχασες ολότελα; »
Το βασιλόπουλο, όμως, κοιμόταν τόσο βαθιά, που του φάνηκε μονάχα σαν θρόισμα του ανέμου έξω, ανάμεσα στα έλατα. Κι όταν έφεξε η αυγή, ήρθαν πάλι και την πήραν κι έδωσε το χρυσό φουστάνι στη νύφη.

Βρέθηκε λοιπόν ξανά μόνη, καταμόναχη και δεν ήξερε τι να κάνει και την είχε πάρει μεγάλο παράπονο. Και βγήκε έξω στα λιβάδια και καθόταν κι έκλαιγε. Κι εκεί που καθόταν, θυμήθηκε ξάφνου το αυγό που της είχε χαρίσει το φεγγάρι: το σπάει αμέσως και τι να δει; Μια κλώσσα με δώδεκα κλωσσόπουλα, όλα από καθαρό χρυσάφι, που χοροπηδούσαν και φώναζαν με τις ψιλές φωνούλες τους και χώνονταν κάτω απ′ τις φτερούγες της μάνας τους, κι άλλο πράγμα ομορφότερο απ′ αυτά στον κόσμο δεν υπήρχε. Σηκώνεται η κακομοίρα η κοπέλα, τα παίρνει μια και δυο και πάει ως το παλάτι, κι έκοβε βόλτες, ώσπου η νύφη την είδε απ′ το παραθύρι της. Και της άρεσαν τόσο τα χρυσά κλωσσοπούλια που κατέβηκε αμέσως και τη ρώτησε αν τα′ χε για πούλημα. «Ναι, τα πουλάω» , αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά δε θέλω ούτε ασήμι ούτε χρυσό. Θέλω μόνο αίμα και κρέας ανθρωπινό» . Η νύφη τη ρώτησε τι ήθελε να πει μ′ αυτά τα λόγια. Κι εκείνη αποκρίθηκε: « Αφήστε με να κοιμηθώ άλλη μια νύχτα στην κάμαρη του γαμπρού »
Η νύφη συμφώνησε κι είχε σκοπό να την ξεγελάσει και πάλι, όπως την πρώτη φορά.

Το βασιλόπουλο, όμως, πριν πλαγιάσει στο κρεβάτι του, ρώτησε τον υπηρέτη του τι ήταν τα μουρμουρητά και τα ψιθυρίσματα που είχε ακούσει. Κι εκείνος κάθισε και του τα φανέρωσε όλα, πως ένα φτωχό κορίτσι είχε ζητήσει να μπει στην κάμαρή του και γι′ αυτό τού′χαν δώσει υπνωτικό. Κι ότι απόψε το βράδυ θα γινόταν πάλι τα ίδια πράγματα.
Λέει λοιπόν το βασιλόπουλο: «Χύσε το ποτήρι μου δίπλα στο κρεβάτι».

0043a5ky
Τη νύχτα λοιπόν, που την έφεραν πάλι, καθώς εκείνη άρχισε να λέει τα βάσανά της και τι είχε τραβήξει για να τον βρει, αυτός γνώρισε αμέσως τη φωνή της αγαπημένης του γυναίκας. Μ′  ένα πήδημα βρέθηκε όρθιος και της φωνάζει : « Τώρα, τώρα  λυτρώθηκα από τα μάγια, γιατί όλον αυτόν τον καιρό ζούσα σαν μέσα σ′ ένα όνειρο. Η ξένη βασιλοπούλα με είχε μαγέψει, μ′ είχε καταφέρει με την τέχνη της να σε ξεχάσω. Να, όμως, που ο Θεός με βοήθησε και ήρθα πάλι στα συγκαλά μου». Και μέσα στη νύχτα βγήκαν κι οι δυο κρυφά απ′ το παλάτι, γιατί φοβούνταν τον πατέρα της βασιλοπούλας, που ήταν μάγος τρανός. Ανέβηκαν κι οι δυο μαζί στη ράχη του Γρύπα, που τους κουβάλησε πάνω από τη θάλασσα. Κι αν έφτασαν καταμεσής στο πέλαγος, έριξε η κοπέλα το καρύδι. Στη στιγμή φύτρωσε μια ψηλή καρυδιά και στα κλαδιά της κάθισε το πουλί να ξαποστάσει. Ύστερα τους έφερε πετώντας ως το σπίτι τους, όπου βρήκαν το παιδί τους, που είχε μεγαλώσει και κι ήταν ωραίο και γερό.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

_Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ
Εκδόσεις ΑΓΡΑ

*Το παραμύθι των Γκριμμ “ξαναειπώθηκε” από τις Jacqueline K. Ogburn και Laurel Long σε μια εικογραφημένη έκδοση με τον τίτλο “The Lady and the Lion”, από όπου και οι υπέροχες εικόνες.

Ας κρατήσουμε επαφή
Θέλεις να λαμβάνεις μία φορά το μήνα επιλεγμένα άρθρα από το μπλογκ
και ενημερώσεις για την παράσταση;
* = απαραίτητο πεδίο

Σχολιάστε το άρθρο

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *